- περίνεως
- περίνεω̆ς , περίνεωςsupernumerarymasc acc pl (attic epic ionic)περίνεω̆ς , περίνεωςsupernumerarymasc nom sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίνεως — ων, Α 1. αυτός που δεν εκτελεί καμιά εργασία στο πλοίο, ο επιβάτης 2. στον πληθ. οἱ περίνεῳ οι επί πλέον ναύτες, οι εφεδρικοί 3. κάθε περιττό σκεύος στο πλοίο 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίνεων καθεμιά από τις πλευρές τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * … Dictionary of Greek
περίνεῳ — περίνεῳ̆ , περίνεως supernumerary masc nom pl (attic epic ionic) περίνεῳ̆ , περίνεως supernumerary masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περίνεω — περίνεω̆ , περίνεως supernumerary masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)